χοντρούλης

χοντρούλης
ο, θηλ. χοντρούλα, Ν
ο κάπως χοντρός, χοντρούλικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + υποκορ. κατάλ. -ούλης (πρβλ. κοντ-ούλης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Алексиу, Элли — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Алексиу, Харис. Элли Алексиу греч. Έλλη Αλεξίου Род деятельности: писательница и переводчица …   Википедия

  • χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek

  • χοντρουλός — ή, ό, Ν χοντρούλης, χοντρούλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός + κατάλ. ουλός (πρβλ. παχ ουλός)] …   Dictionary of Greek

  • χοντρούλα — η, Ν βλ. χοντρούλης …   Dictionary of Greek

  • χοντρούλικος — η, ο, Ν [χοντρούλης] χοντρούτσικος …   Dictionary of Greek

  • Αλεξίου, Έλλη — (Ηράκλειο Κρήτης 1894 – Αθήνα 1988). Διακεκριμένη πεζογράφος και παιδαγωγός, αδελφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη και του ποιητή Λευτέρη Αλεξίου. Εργάστηκε καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης και, μετά τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου, έζησε σε χώρες του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”